μαντρόσκυλο

μαντρόσκυλο
το, και μαντρόσκυλος, ο
1. σκυλί που φυλάει τα κοπάδια, τσοπανόσκυλο, ποιμενικός σκύλος
2. (για ανθρώπους) α) αυστηρός φύλακας
β) μπράβος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μαντρόσκυλο — το το σκυλί που φυλάει τα ζώα στο μαντρί, το τσοπανόσκυλο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αγρόσκυλος — ο σκύλος που περιφρουρεί κλειστό αγροτικό χώρο ή μάντρα (κν. μαντρόσκυλο) …   Dictionary of Greek

  • τσο(μ)πανόσκυλο — το, Ν 1. σκυλί που φυλάγει το κοπάδι, μαντρόσκυλο 2. ράτσα σκυλιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < τσο(μ)πάνης + σκυλί] …   Dictionary of Greek

  • τσοπανόσκυλο — το το ποιμενικό σκυλί, το μαντρόσκυλο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”